entronque - ορισμός. Τι είναι το entronque
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι entronque - ορισμός


entronque      
sust. masc.
Acción y efecto de entroncar o entroncarse.
entronque      
Sinónimos
sustantivo
entronque      
entronque
1 m. Entroncamiento.
2 Sitio o punto en que una cosa, por ejemplo una línea de *ferrocarril, entronca con otra. *Empalme.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για entronque
1. Pero el grupo armado entrГі al lugar por el entronque del pueblo y llegГі al sitio en donde se protegГ­an los elementos, iniciГ¡ndose de nueva cuenta el enfrentamiento.
2. Recordó que en una ocasión en que daba ayuda a la Policía Federal Preventiva en el entronque de la carretera México–Pachuca, donde había una balacera con unos delincuentes, Habacuc bajó demasiado el helicóptero y con el faro pudo alumbrar la zona en donde estaban los sujetos disparando y fueron detenidos", expresó. Por su experiencia, sus ex compańeros tenían la esperanza de que Habacuc lograra bajar en un punto entre la maleza, ya que estaba acostumbrado a manejar naves de doble turbina de las que llevan máquinas Bell 412, para doce personas.
Τι είναι entronque - ορισμός